- σανταλώδη
- τα Νβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που αποτελεί μια ετερόκλιτη συλλογή ειδών, τα περισσότερα από τα οποία είναι παράσιτα ή ημιπαράσιτα άλλων φυτών και έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους ένα εξειδικευμένο όργανο απορρόφησης, τον μυζητήρα, που διεισδύει στους ιστούς τού φυτού-ξενιστή, εξασφαλίζοντας την διατροφή και την ανάπτυξη τού παρασίτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. santalales (< σάνταλο*)].
Dictionary of Greek. 2013.